- ἐναγομένου
- ἐνάγωlead inpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
ομοδικία — η η από κοινού παράσταση στο δικαστήριο δύο τουλάχιστον διαδίκων με την όμοια ιδιότητα τού ενάγοντος ή τού εναγομένου ή η σώρευση δύο τουλάχιστον αγωγών τού ίδιου ενάγοντος εναντίον τού ίδιου εναγομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόδικος. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
ανταγορεύω — (Α ἀνταγορεύω) 1. αγορεύω εναντίον κάποιου, αποκρίνομαι στην απολογία εναγόμενου 2. αντικρούω, αντιλέγω … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
ομόδικος — η, ο διάδικος που μετέχει από κοινού με άλλον ή με άλλους σε δικαστικό αγώνα υπό την ίδια ιδιότητα, δηλαδή τού ενάγοντος ή τού εναγομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ. αντί δικος. Η λ., στον πληθ. ὁμόδικοι, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος … Dictionary of Greek
παραγραφικός — ή, όν, Α [παραγραφή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγραφή ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τύπο τής παραγραφής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραγραφικόν ένσταση τού εναγομένου κατά τής καταγγελίας, παραγραφή. επίρρ... παραγραφικῶς Α με… … Dictionary of Greek